Καφέ ο Παράδεισος

17 Σεπ 2020 - 17 Οκτ 2020

Καφέ ο Παράδεισος

Δείτε τον εκθεσιακό κατάλογο εδω -> https://issuu.com/skoufagallery/docs/________________________________-__________

Στην τελευταία ενότητα έργων του ο Σάμιος μας υποδέχεται μέσα στο παραδοσιακό καφενείο με τα μαρμάρινα τραπεζάκια και τους καθρέφτες. Είναι μια επιστροφή του ζωγράφου σε μια περίοδο ανεμελιάς, αλλά και προσωπικής καταξίωσης όταν στις αρχές του ’80 συστήθηκε στην μητρόπολη του Παρισιού μέσα από μια σειρά καφενείων. Από τότε βέβαια έχουν αλλάξει πολλά. Στη νέα πραγματικότητα, με τις σχέσεις να δοκιμάζονται σκληρά, έχει αναπτυχθεί ένας νέος τύπος κοινωνικής συμπεριφοράς. Η δημόσια συναναστροφή πρέπει για ένα μακρύ και αδιευκρίνιστο ακόμη χρονικό διάστημα να αναπτύσσεται βάσει κανόνων συμβίωσης. Κι αν η ανθρώπινη επαφή έχει αντικατασταθεί εν μέρει από την ψηφιακή, η ανάγκη του ανθρώπου δεν παύει να γυρεύει το σώμα, την αύρα, την κίνηση, το βλέμμα, χωρίς τη διαμεσολάβηση της οθόνης. Γιατί τι μας καθησυχάζει πάντα όταν όλα γύρω μας γίνονται απειλητικά; Οι άνθρωποι. Και, κυρίως, οι δικοί μας άνθρωποι. Η έννοια του «δικού μας» εμπεριέχει από μόνη της μια ασφαλή πατρίδα, μια θάλασσα μέσα στην οποία εισέρχεσαι και βουτάς, κάθεσαι ανάσκελα με το πρόσωπο εκτεθειμένο στον ήλιο, χωρίς τίποτα να σε απειλεί.

Ο Σάμιος μέσα στην γκαλερί «Σκουφά» σκηνογραφεί έναν χώρο οικειότητας, όπως αυτός που γνώρισε μέσα στα αθηναϊκά και παριζιάνικα καφέ. «Το καφέ ήταν ένας ναός» μου λέει και στη συνθήκη ενός «καταφυγίου» επιχειρεί να αναβιώσει με ζωγραφικούς όρους έναν «παράδεισο», όχι οριστικά χαμένο. Το θέμα του καφενείου αντλεί έμπνευση από ένα μέρος που δεν υπάρχει πια. Στην πλατεία Αττικής, κοντά στο εργαστήριο του ζωγράφου, λειτουργούσε προ δεκαετίας το καφενείο «ο Παράδεισος». «Ήταν το στέκι μιας γειτονιάς όπου μαζεύονταν οι πάντες, μεροκαματιάρηδες, γεροντάκια, νταβατζήδες. Ένας κόσμος που έξω μπορεί να μην είχε κοινά, αλλά εκεί ερχόμασταν όλοι σε “κοινωνία”. Ο γέρος που το κρατούσε πέθανε και στη θέση του σήμερα βρίσκεται ένα φαρμακείο» λέει ο δημιουργός βλέποντας ότι ο οικείος χώρος του καφενείου, το στέκι, ήταν παράδοξα ιαματικός για τους θαμώνες του. Σε αυτό το «καθαρτήριο», τα πρόσωπα συνδέονταν με πράγματα της καθημερινότητας. Από τις κουβέντες των γηπέδων μέχρι τα «σοβαρά» πολιτικά ζητήματα, συχνά ανάκατα μεταξύ τους, άκουγες ανάμεσα στο ρίξιμο των ζαριών ή σε μια «αιώνια» παρτίδα στα χαρτιά, εγκλωβισμένες επιθυμίες, νευρωτικά όνειρα, εξομολογήσεις της μέρας, της νύχτας, μιας ολόκληρης ζωής. Ακόμη και το μοίρασμα της σιωπής είχε τη σημασία του.

«Το ελληνικό καφέ “ο Παράδεισος” έκλεινε όλη την ομορφιά της μετανεοκλασικής παράδοσης, τη χαρά και την κακομοιριά μαζί όλης της Ελλάδας. Στιγμές ερωτισμού, χαράς, ένα φως που έβγαινε από τα πρόσωπα των ίδιων των ανθρώπων∙ και το απόγευμα με τα γερόντια που πίνανε καφέ χωρίς να λένε τίποτα, ένα πέρασμα. Έχω πάρει πολλά από τα καφενεία και ήθελα να τους εξασφαλίσω την αιωνιότητα» εξομολογείται ο Σάμιος. Γι’ αυτό και τα έργα του σήμερα μπορούν και λειτουργούν σαν εικονίσματα, σαν τα προσκυνητάρια όχι μιας εποχής, αλλά μιας στάσης ζωής.

Το καφενείο όμως για τον ζωγράφο δεν υπήρξε απλώς αγαπημένη παράσταση. Ήταν ένας χώρος πνευματικής ελευθερίας, μια κυψέλη που τον διαμόρφωσε με όρους ζωγραφικούς, όσο και βιωματικούς. Παρότι ο ίδιος δηλώνει ότι δεν είναι «καφενόβιος», ότι δεν είναι ο τύπος του ανθρώπου που ρεμβάζει απολαμβάνοντας τον καφέ του, ανήκει σε μια γενιά που γαλουχήθηκε μέσα στις «παρέες» των καφέ. «Τα καφενεία παλιά, στου Zonar’s, στου Λουμίδη, στο Brazilian, ή στον Μαγεμένο Αυλό, ήταν σχολείο. Πηγαίναμε πιτσιρικάδες και καθόμασταν ως το ξημέρωμα για να δούμε τον Μινωτή, τον Μάνο, την Ειρήνη Παπά, τον Αντωνίου, όλα τα παιδιά που σήμερα είναι φτασμένοι μουσικοί. Ήταν ένας χώρος πνευματικός προτού ξεκινήσει ο Μάνος το Tρίτο πρόγραμμα».

Ο ζωγράφος θυμάται με ευγνωμοσύνη τους δασκάλους του, τον Γ. Μόραλη, τον Ν. Νικολάου και τον Π. Σαραφιανό, που τον προετοίμασε για την Σχολή της ΑΣΚΤ. Στον Χατζιδάκι, όμως, οφείλει το άνοιγμα του ορίζοντα. «Στο Μάνο με πρωτοπήγε ο Γιώργος Σταθόπουλος. Ο Χατζιδάκις, θυμάμαι, πήγαινε στον Ίκαρο, διάβαζε Πλάτωνα και το βράδυ, έτσι επηρεασμένος όπως ήταν, μας μιλούσε για τις ιδέες του. Όταν έφυγα για το Όρος όπου έμεινα 6 μήνες (προκειμένου να φτιάξει το ζωγραφικό ημερολόγιο της ΑΓΕΤ Ηρακλής, 1978) διάβαζα μόνο Πλάτωνα και η αιτία ήταν ο Μάνος».

Εκτός από αυτή την ιδιότυπη, αλλά ουσιαστική θητεία στον Χατζιδάκι, ο Σάμιος είναι ένας καλλιτέχνης που έχει ποτίσει το βλέμμα του στο έργο του Τσαρούχη. Και η σκέψη των δύο, του Χατζιδάκι και του Τσαρούχη, υπήρξε καθοριστική για την εξέλιξη του ζωγράφου. «Το Palette, ένα καφενείο που χρονολογείται από το 1870, ήταν το καφενείο του Γιάννη (και μου αποκαλύπτει τις διατροφικές ατασθαλίες του διαβητικού Τσαρούχη: «Του πήγαινες ένα κουτί μπισκότα, το άνοιγε και το έτρωγε όλο, σαν γάτα»). Η παρέα του Παρισιού ήταν ο Φασιανός, κατά καιρούς ο Γιάννης Κόττης, ο Γιώργος Γκολφίνος, και βέβαια ο Δημήτρης Κρανιώτης. «Όταν πρωτοπήγα στο Παρίσι (1978) και γνώρισα τα καφέ, επηρεάστηκα τόσο που ζωγράφισα μία μεγάλη σειρά». «Τα Γαλλικά Καφενεία» παρουσιάστηκαν στην γκαλερί Samy Kinge το 1982, αλλά όλη αυτή η δουλειά κάηκε μετά από μια καταστροφική πυρκαγιά στο εργαστήριο (1985), οπότε κι άλλαξε δραστικά ο ζωγραφικός τρόπος του Σάμιου. «Τώρα, ξαναγυρνώ στις πρώτες μου αγάπες με όλη την αίσθηση του καφέ» ομολογεί.

«Ο Σάμιος φέρνει έναν κατεξοχήν ανατολικό τρόπο σ΄ένα κατεξοχήν δυτικό θέμα» γράφει ο Θανάσης Μουτσόπουλος για τα καφενεία του ζωγράφου. Βεβαίως ο Σάμιος έχει δει τα περίφημα έργα του Τσαρούχη με το «Νέον» στην Ομόνοια (1956-1966) κι όταν πηγαίνει στο Παρίσι, τα ζει. Όπως και ο Τσαρούχης λαμβάνει υπόψη του την παράδοση, μια σκευή την οποία μελέτησε καλά προτού φύγει για τη Γαλλία («Είχα την τύχη να περάσω με τον αείμνηστο Παύλο Μυλωνά σπάνιες ώρες στο Πρωτάτο επάνω στις σκαλωσιές. Όταν δεις τη ζωγραφική του Πανσέληνου, βλέπεις την Πομπηία» μου είχε πει σε παλιότερη συνάντησή μας). Τα βιωμένα καφενεία του Παρισιού λοιπόν είναι ιδωμένα με τον τρόπο του Τσαρούχη, με τον βυζαντινό τρόπο με τον οποίο ο σημαντικός «δάσκαλος» ζωγράφιζε ακόμη και τα «κλασικά» έργα που απηχούν τους μαστόρους της Αναγέννησης.

Στην έκθεση υπάρχουν δύο διακριτές ενότητες: η μία για τα παριζιάνικα καφέ και η άλλη με τα ελληνικά. Και οι δύο παρέχουν την δυνατότητα στον ζωγράφο να αλλάζει ατμόσφαιρα, ενίοτε και την ένταση στο χρώμα, χωρίς όμως ποτέ να βγαίνει από το θέμα. Στα «γαλλικά» καφενεία κυκλοφορούνε οι γόβες και η τσάντα – σήμα κατατεθέν και ζωγραφικό «φετίχ» του Σάμιου -, ο οποίος χωρίς να ενδιαφέρεται για το φυσικό τους μέγεθος, τα μεγεθύνει δίπλα στις καρέκλες. Εκεί και οι βαλίτσες, ενώ τα νυχτερινά φώτα υποβάλλουν τον θεατή σε μια κατάσταση που παραπέμπει στους αμερικανούς δημιουργούς που θήτευσαν στο Παρίσι.

Στα ελληνικά καφενεία αντιθέτως υπάρχει συνήθως ένα ανοικτό παράθυρο σ’ ένα κομμάτι θάλασσας. Ο Σάμιος εντάσσεται στη χορεία των ζωγράφων που αποτύπωσαν τη μαγεία των καφενείων (Σ. Βασιλείου, Γ. Μόραλης, Μ. Μανουσάκης), εισάγοντας το υδάτινο στοιχείο. Δεν είναι ότι ζωγραφίζει τη θάλασσα, αλλά ότι δεν μπορεί να μην την ζωγραφίζει δίνοντας της χώρο στην έμπνευσή του. Το θαλασσινό στοιχείο, περασμένο στο βλέμμα του, λειτουργεί ως η απαραίτητη ανάσα στο κύριο θέμα της δουλειάς του.

Το καφενείο προσφέρεται και για το τραπέζι. Ο ίδιος λέει γι’ αυτό ότι «είναι η ιδέα του υπόβαθρου. Πάνω στο τραπέζι ακουμπάς κάτι… ακουμπάς ιδέες, επιθυμίες, ακουμπάς τη φαντασία σου». Είναι μια επιμονή του ζωγράφου στο ζωικό στοιχείο του τραπεζιού, που το βλέπει χρόνια τώρα ως χώρο όπου εκπτύσσεται η βαθύτερη ανθρωπιά. Και στη μισοτελειωμένη παρτίδα τάβλι, το ερωτικό παιχνίδι μεταφέρεται σαν υπόσχεση ανοιχτή στις καλύτερες μέρες που είναι νά ρθουν.

Είναι λοιπόν νοσταλγικά τα έργα του Σάμιου; Είναι, θα λέγαμε, ζωντανά, παρόντα καθώς πάλλονται από το χρώμα του δημιουργού που σαρκώνει την συστροφή του σώματος για να συναντήσει το άλλο, το χάδι του χεριού, ένα αδιόρατο κλείσιμο του ματιού, όλα όσα συνθέτουν μια ατμόσφαιρα έρωτα με την πλατιά έννοια. Η ζωγραφική του είναι η αποθέωση της καθημερινότητας, ιδωμένη με τρόπο μεταφυσικό. «Λες και κάθε στιγμή που ζω, είναι αιώνια» λέει ο ίδιος.

Σε μια εποχή που η επικάλυψη του προσώπου σημαίνει προστασία και διασφάλιση της ζωής, η ανάγκη της παραστατικότητας, του να δείχνεις τα πράγματα όπως κάποτε γνωρίζαμε ως καθημερινότητα, προσλαμβάνει σήμερα μια διάσταση αναγκαιότητας. Δεν είναι πια «πολιτική» η στάση αυτή, όπως διατείνονταν Έλληνες νεοπαραστατικοί ζωγράφοι για να μιλήσουν για την αξία της, ούτε και μοιάζει πλέον με «παιχνίδι της φαντασίας» όπως κάποτε είχε γράψει ο Σάμιος. Είναι η μεταμόρφωση του μηδενός σε κάτι που χρειαζόμαστε επιτακτικά, σαν εμβόλιο. Γιατί η τέχνη μπορεί να σε φέρνει κοντά στον πόνο, στην έντασή του, στην ικανότητά του να σε ξεχειλίζει, αλλά σου παρέχει συγχρόνως την δυνατότητα να τον ξορκίζεις.

Γιώργος Μυλωνάς

Ιστορικός τέχνης